Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

ΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΕΝΟΙΩΘΑΝ ΠΟΥ ΗΣΑΝ ΒΕΒΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΑΥΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ (κι ήξεραν τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες):

 Μαζεύτηκαν οι Αλεξανδρινοί    να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,

τον Καισαρίωνα και τα μικρά του αδέλφια,

Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη φορά τα βγάζαν στο Γυμνάσιο,

εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,

μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.

 

Ο Αλέξανδρος –τον είπαν βασιλέα της Αρμενίας, της Μηδίας και των Πάρθων.

Ο Πτολεμαίος –τον είπαν βασιλέα της Κιλικίας, της Συρίας και της Φοινίκης.

Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά, ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,

στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,

δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,

αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

 

Οι Αλεξαδρινοί ένοιωθαν βέβαια πού ήσαν λόγια αυτά θεατρικά.

 

Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,

ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

 των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,

ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά (της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·

κι οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,

κι ενθουσιάζονταν κι επευφημούσαν ελληνικά κι αιγυπτιακά και ποιοι εβριαίικα,

γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα –

μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες!

 [ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ από τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη που είναι γραμμένα το 1912 και το 1913 - Ανθολογούνται παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα την ίδια χρονική περίοδο από την έκδοση του Ηριδανού 1935 – εδώ ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι]

 

1.     ΗΡΩΔΗΣ ΑΤΤΙΚΟΣ, Του Ηρώδη του Αττικού τι δόξα είναι αυτή

2.     ΦΙΛΕΛΛΗΝ, Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει

3.     ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Την εκκλησία αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της

4.     ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ, Επέστρεφε συχνά και παίρνε με…

5.     ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ, Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις…

6.     ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΩΣ, Είν’ ένα γέροντας. Εξαντλημένος και κυρτός…

7.     ΕΠΗΓΑ, Δεν εδεσμεύτηκα. Τελείως αφέθηκα και πήγα και

8.     ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ, Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι…

 


ΗΡΩΔΗΣ ΑΤΤΙΚΟΣ (κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1912)

Α του Ηρώδη του Αττικού τι δόξα είναι αυτή

Ο Αλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,

φτάνοντας στας Αθήνας να ομιλήσει,

βρίσκει την πόλιν άδεια επειδή ο Ηρώδης

ήταν στην εξοχή. Κι η νεολαία

όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.

Ο σοφιστής Αλέξανδρος λοιπόν

γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,

και τον παρακαλεί τους Έλληνας να στείλει.

Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,

«Έρχομαι με τους Έλληνας  μαζί κι εγώ».

 

Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρεια τώρα,

στην Αντιόχεια ή στην Βηρυτό

(οι ρήτορες του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),

όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια

πού πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,

και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,

έξαφνα αφηρημένα σιωπούν.

Άγγιχτα τα ποτήρια αφήνουνε κοντά των,

και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη -

ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά; -

κατά πού θέλει και κατά πού κάμνει

οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,

μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,

μήτε να εκλέγουν πια, ακολουθούνε μόνο.

 

ΦΙΛΕΛΛΗΝ

Τη χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει

Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.

Το διάβημα μάλλον στενό·

εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν μ’ αρέσουν.

Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·

όχι υπερβολική, όχι πομπώδης –

μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος

που όλο σκαλίζει και μηνά στην Ρώμη -

αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.

Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος

κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.

Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις

(Σιθάσπη, προς Θεού, να μη λησμονηθεί)

μετά το βασιλεύς και το Σωτήρ,

να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.

Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,

τα «Πού οι Έλληνες» και «Πού τα Ελληνικά

πίσω απ’ τον Ζάγρο, εδώ από τα Φράατα πέρα».

Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροι μας άλλοι

αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κι εμείς.

Και τέλος μην ξεχνάς που ενίοτε

μας έρχονται από την Συρία σοφισταί,

και στιχοπλόκοι κι άλλοι ματαιόσπουδοι.

Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.

 

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της,

τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

 

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό –

λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό -

ο νους μου μπαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

 

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με -

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κι επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

 

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

 

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ (κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1913)

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες.

 

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

 

ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΩΣ

Είναι ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,

σακαταμένος απ’ τα χρόνια κι από καταχρήσεις,

σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.

Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει

τα χάλια και τα γηρετειά του, μελετά

το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.

 

Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.

Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.

Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,

η εύγραμμη σφιχτοδεμένη σάρκα των,

με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.

 

 

ΔΕΝ ΕΔΕΣΜΕΥΤΗΚΑ.  ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΦΕΘΗΚΑ ΚΙ ΕΠΗΓΑ!..

Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,   μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,   επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.   Κι ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής (ΕΠΗΓΑ 1913)

Τα τύλιξε προσεκτικά με τάξι    σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.    Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,    από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,    τα θέλησε, τα βλέπει ωραία, όχι όπως στη φύσι    τα είδεν ή τα σπούδασε.   Μες στο ταμείον θα τ’ αφήσει,    δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής.    Στο μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς    βγάζει απ’ τες θήκες άλλα και πουλεί – περίφημα στολίδια - βραχιόλια, αλυσίδες, περιδέραια και δαχτυλίδια!..     //  Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις,    τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς:    μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,    μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες!..    Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,    γυρίζοντας κι εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία,    ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική! [Κ. Π Καβάφης, Του Μαγαζιού και Όσο Μπορείς από τα Ποιήματά που είναι γραμμένα το 1913, εκδόσεις Ηριδανός

Τετάρτη, 31 Μαρτίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ